αἱμωνιˬὸ

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. αἱμωνιˬὸ
  4. Λήμμα
  5. Ουσιαστικό
  6. Αρσενικό
  7. αἱμωνιˬὸ τό, Πάρ.
  8. Ἐκ. τοῦ ἀρχ. οὐσ. αἱμώνιον.
  9. Σημασιολογία: Σῦκον ὀνομαστὸν ἔχον τὴν σάρκα αἱματόχρουν καὶ τὸν φλοιὸν ὑπέρυθρον. Συνών. κοκκινόσυκο.