- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- αἱμωνιˬὸ
- Λήμμα
- Ουσιαστικό
- Αρσενικό
- αἱμωνιˬὸ τό, Πάρ.
- Ἐκ. τοῦ ἀρχ. οὐσ. αἱμώνιον.
-
Σημασιολογία:
Σῦκον ὀνομαστὸν ἔχον τὴν σάρκα αἱματόχρουν καὶ τὸν φλοιὸν ὑπέρυθρον. Συνών. κοκκινόσυκο.


